- εφηβία
- η (Α ἐφηβία) [έφηβος]εφηβεία*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφηβία — ἐφηβίᾱ , ἐφήβιος celebration on reaching adolescence fem nom/voc/acc dual ἐφηβίᾱ , ἐφήβιος celebration on reaching adolescence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐφηβίᾱ , ἐφηβία fem nom/voc/acc dual ἐφηβίᾱ , ἐφηβία fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφήβια — ἐφήβια, τὰ (Α) [έφηβος] εορτή που τελούσαν κατά την έναρξη τής ηλικίας τού εφήβου … Dictionary of Greek
ἐφηβίας — ἐφηβίᾱς , ἐφήβιος celebration on reaching adolescence fem acc pl ἐφηβίᾱς , ἐφήβιος celebration on reaching adolescence fem gen sg (attic doric aeolic) ἐφηβίᾱς , ἐφηβία fem acc pl ἐφηβίᾱς , ἐφηβία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφηβίαν — ἐφηβίᾱν , ἐφήβιος celebration on reaching adolescence fem acc sg (attic doric aeolic) ἐφηβίᾱν , ἐφηβία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφηβίοις — ἐφήβια celebration on reaching adolescence neut dat pl ἐφήβιος celebration on reaching adolescence masc/neut dat pl ἐφηβάω come to man s estate pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) ἐφηβεύω to be an pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
Guerra en la Antigua Grecia — Guerreros griegos. Guerra en la Grecia Antigua es la frase usada para describir la guerra de las poleis griegas (las … Wikipedia Español
τετανία — Κατάσταση αυξημένης διεγερσιμότητας του νευρικού συστήματος. Μπορεί να εκδηλωθεί γύρω στον τρίτο ή τέταρτο μήνα από τη γέννηση ή κατά την εφηβία και αποτελεί το σημαντικότερο σύμπτωμα του υποπαραθυρεοειδισμού. Ο παροξυσμός προκαλείται από… … Dictionary of Greek
τραγίζω — Α [τράγος] 1. είμαι τράγος 2. (για τη φωνή τών παιδιών) γίνομαι βραχνός, αγορίστικος, κατά την εφηβία … Dictionary of Greek
Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια … Dictionary of Greek